Τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στις 28-11-2023 το σχέδιο Νόμου με τίτλο « Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης- Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας».
Παρότι είναι αυτονόητα καταδικαστέα, κάθε είδους βία, εντός και εκτός οικογενειακού πλαισίου, η εταιρεία μας θεωρεί τουλάχιστον άστοχο, και ιδίως εν έτη 2023, να παραμένει, σχεδόν κατ’ απόλυτο βαθμό συνδεδεμένη η έννοια της ενδοοικογενειακής βίας, με την βία αποκλειστικά, κατά των γυναικών. Ακόμα και από την ίδια την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και συγκεκριμένα από το προοίμιο αυτής, προκύπτει πως η ενδοοικογενειακή βία που μπορεί να είναι τόσο σωματική όσο και ψυχολογική αφορά τόσο άνδρες, γυναίκες αλλά και παιδιά. Η παρωχημένη και αναχρονιστική αντίληψη ότι η βία στους κόλπους μιας οικογένειας αφορά μόνον τις γυναίκες είναι απόλυτα ισοπεδωτική και συνάμα εσφαλμένη. Κάθε άνθρωπος χρήζει της προστασίας του Νόμου, και αυτονόητα, κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι τόσο θύμα, όσο και θύτης.
Η Σύμβαση λοιπόν της Κωνσταντινούπολης πέραν του σκέλους που αναφέρεται στην προστασία των γυναικών αναφέρεται και καταδικάζει και κάθε μορφή ενδοοικογενειακής βίας και συνεπώς και οπωσδήποτε, και την βία απέναντι στον άνδρα, αλλά και το παιδί. Είναι επίσης κοινή αντίληψη ότι εξίσου βαριά, αν όχι βαρύτερη μορφή κακοποίησης, είναι η ψυχική/ψυχολογική κακοποίηση και η οποία είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να αποδειχθεί. Το αυτό, έχει περίτρανα αναδειχθεί από την Δικαστηριακή Πρακτική. Μια λοιπόν μορφή βαρύτατης ψυχικής κακοποίησης είναι και αυτή της διατάραξης των συναισθηματικών σχέσεων και διάρρηξης των σχέσεων τέκνου – γονέα, όπως αυτή προβλέφθηκε στο άρθρο 5 του Ν. 4800/2021 που βρίσκεται ήδη σε ισχύ, από τον Σεπτέμβριο του 2021.
Υπενθυμίζουμε, ότι από την λεκτική διατύπωση του Ν. 4800/2021 προκύπτουν τα κάτωθι:
Α) Άρθρο 5 του Ν. 4800/2021 Τροποποίηση του άρθρου 1511 ΑΚ «Άρθρο 1511 Άσκηση ανάθεση γονικής μέριμνας κατά το συμφέρον του τέκνου
1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου.
2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της.
Στο νευραλγικό λοιπόν αυτό άρθρο του Νομοθετήματος, που πρόσφατα εκσυγχρόνισε το Οικογενειακό Δίκαιο της χώρας μας και θεμελίωσε το αυτονόητο, ήτοι την από κοινού και εξίσου συμμετοχή των γονέων στην ανατροφή του τέκνου, μετά την διάσπαση ή τον χωρισμό τους, προκύπτει ως κυριαρχικό ζητούμενο η προστασία του τέκνου από μεθοδεύσεις του ενός γονεά και ίσως και του συγγενικού του πλαισίου όπως επιχειρήσει και διεμβολίσει την σχέση του ανηλίκου με τον έτερο. Αυτή η διεμβόλιση γίνεται μονάχα με έντονη παρέμβαση στον ψυχισμό του τέκνου που οπωσδήποτε συνιστά βαρύτατη μορφή ψυχικής κακοποίησης, ίσως βαρύτερης της σωματικής, διότι τα σημάδια της, δεν επουλώνουν ποτέ.
Διατάξεις του εν ισχύ Ν. 4800/2021.
Β) Άρθρο 14
Συνέπειες κακής άσκησης Αντικατάσταση του άρθρου 1532 Α.Κ.
Το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α’ 164) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1532 Συνέπειες κακής άσκησης
Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο.
Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς,
Συνεπώς σήμερα, κατά Νόμο, ρητά προβλέπεται, ότι οι Δικαστικές αποφάσεις των Οικογενειακών Δικαστηρίων της χώρας θα πρέπει να διασφαλίζουν την ΜΗ ΔΙΑΤΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΚΝΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΟΝΕΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΗ ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ. Δηλαδή ο Νομοθέτης του Ν. 4800/2021 κατέστησε σαφές πως εφόσον κάτι τέτοιο συμβαίνει, συνιστά ΚΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ Η ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ ΠΡΟΣΦΟΡΟ ΜΕΤΡΟ ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ.
Βέβαια, παρά την βελτίωση οπωσδήποτε της Νομολογίας των Ελληνικών Οικογενειακών Δικαστηρίων μετά την έναρξη ισχύος του Ν 4800/2021 και της εφαρμογής του κανόνα του άρθρου 1513 Α.Κ., το ζήτημα αυτό, ήτοι της ηθελημένης, δόλιας και ιδιοτελούς διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με τον ένα γονέα, κατόπιν παρέμβασης του έτερου, που συνήθως έως και πρόσφατα, ασκούσε την αποκλειστική επιμέλεια αυτού, παραμένει, έως και σήμερα, «δίχως θεραπεία». Η έλλειψη μηχανισμών διάγνωσης των μεθοδεύσεων αυτών, εντάσσεται στο πλαίσιο της μη σύνδεσης του Δικαστού με ειδικό ψυχικής υγείας. Οι υπάρχοντες μηχανισμοί αξιολόγησης των τέκνων και των γονέων, από ειδικό ψυχικής υγείας, όλως επιεικώς μπορούν να χαρακτηριστούν, ως απόλυτα ανεπαρκείς.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:
Σε επίπεδο ασφαλιστικών μέτρων δεν προβλέπεται, στο βωμό της γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης, ή άμεση, και εις βάθος διερεύνηση των γονέων αλλά και του τέκνου, από αμερόληπτο, ήτοι τουλάχιστον με δημόσια θέση (και άνευ αμοιβής), ειδικό ψυχικής υγείας.
Σε επίπεδο οριστικής αποφάσεως, ήτοι σε επίπεδο αγωγών, εφόσον υποβληθεί αίτημα διενέργειας Ψυχιατρικής Πραγματογνωμοσύνης, η κατάσταση επιεικώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως τραγελαφική. Ο εκάστοτε γονέας, που έχουν διαρρηχθεί οι σχέσεις του με το τέκνο του, θα πρέπει να καταθέσει αγωγή στην οποία θα περιλάβει το σχετικό αίτημα του, και το οποίο για να ολοκληρωθεί θα πρέπει να προηγηθεί μια ιδιαίτερα πολυέξοδη και κυρίως χρονοβόρα διαδικασία (κατάθεση – συζήτηση – έκδοση προδικαστικής απόφασης – διορισμός και όρκιση πραγματογνώμονα – συσχέτιση της πραγματογνωμοσύνης και επιστροφής της στο δικαστήριο και κατόπιν έκδοση αποφάσεως). Καθίσταται λοιπόν προφανές, πως μια τέτοια διαδικασία, δεν είναι καθόλου αποτελεσματική και ικανή να αναχαιτίσει την αυξανόμενη διαρκώς τάση παρέμβασης του ενός γονέα και επηρεασμού του τέκνου, εις βάρος του έτερου.
Σε επίπεδο δε Εισαγγελιών Ανηλίκων είναι επίσης σαφές ότι λόγω υπερφόρτωσης αυτών και σύνδεσής τους με κέντρα ψυχικής υγείας και Δημόσια Νοσοκομεία που καθορίζουν κατ’ ελάχιστο, μετά εξαμήνου, την έναρξη τυχόν διαταχθεισών συνεδριών τέκνων και γονέων και με ιδιαίτερα σύντομες και συνοπτικές διαδικασίες, ότι και αυτή η λύση, καθίσταται προβληματική και απόλυτα ανεπαρκής στην διάγνωση και επίλυση ζητημάτων που άπτονται της ψυχικής υγείας γονέων και τέκνων.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι αρκετές φορές διαταχθείσες «κοινωνικές έρευνες διατυπώνονται από Κοινωνικούς Λειτουργούς που ουδόλως είναι καθ’ ύλην αρμόδιοι να γνωμοδοτήσουν επί της κατανομής της γονικής μέριμνας και ιδίως επί της ψυχολογικής κατάστασης και κατά συνέπεια ουσιαστικής καταλληλότητας έκαστου γονέα. Ελλείψη όμως σύνδεσης του Δικαστού με ειδικό ψυχικής υγείας, οι έρευνες αυτές, που κατ’ ορθή ανάγνωση θα έπρεπε να ομιλούν κυρίως για τις συνθήκες διαβίωσης ενός εκάστου ανηλίκου, αποτελούν το κατευθυντήριο έγγραφο, στα χέρια του Δικαστού.
Η ανεπάρκεια των μηχανισμών του κράτους δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί εύφορο έδαφος προσφυγής σε ιδιώτες ειδικούς ψυχικής υγείας με απόλυτα, αρκετές φορές, ιδιοτελή στόχευση. Είναι σαφές λοιπόν γιατί έχουν γιγαντωθεί οι καταγγελίες κατά ιδιωτών ειδικών ψυχικής υγείας οι οποίοι πολλές φορές γνωματεύουν ιδιοτελώς και πλείστες φορές και παράνομα ήτοι άνευ της αναγκαίας συναίνεσης του έτερου γονέα κατά την επιταγή του άρθρου 1519 ΑΚ. Οι εν λόγω δε γνωματεύσεις που πλείστες φορές δίδονται όχι μόνο άνευ της αναγκαίας συναίνεσης αλλά και δίχως ποτέ να έχει συναντήσει ο ειδικός τον έτερο γονεά ή και ακόμα και το τέκνο, συντάσσονται προ της συζήτησης των αιτήσεων ή αγωγών και με απόλυτα ιδιοτελή στόχευση. Η μεθόδευση αυτή θα σταματήσει μόνον εφόσον ρητά διατυπωθεί στο Νόμο πως γνωματεύσεις ειδικών ψυχικής υγείας θα μπορούν να λαμβάνονται υπόψιν μόνο εφόσον έχουν συναινέσει στην εξέταση του τέκνου αμφότεροι οι γονείς ή έχουν διενεργηθεί κατόπιν διαταγής δικαστηρίου ή αρχής και έχουν διενεργηθεί από Δημόσιο Φορέα.
Περαιτέρω:
Το άρθρο 2 (β) του Κεφαλαίου Α’ του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής:
« η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του Ν. 3500/2006 (Α’232), προκειμένου βα) οι διατάξεις να είναι προσαρμοσμένες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και στην δικαιοπολιτική ανάγκη τόσο της προστασίας του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ιδίως δε της προστασίας των ανηλίκων από την ψυχική κακοποίηση αυτών όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 1532 (β) Α.Κ. ήτοι την διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένεια του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς.)
Το άρθρο 86 του κεφαλαίου Δ’ του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου που τροποποιεί το άρθρο 4 ν. 3500/2006 με την προσθήκη της λέξεως «ψυχολογική» μετά από τις λέξεις «επί ασκήσεως σωματικής» και τελικώς διαμορφώνεται ως εξής : Επί ασκήσεως σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος ανηλίκου, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532ΑΚ του Αστικού Κώδικα, είναι στην ορθή κατεύθυνση.
Το εν λόγω άρθρο, όπως τροποποιείται, περιλαμβάνει πλέον ρητώς την ψυχολογική βία που υφίσταται ανήλικο θύμα και με ρητή αναφορά στα προβλεπόμενα στο άρθρο 1532 Α.Κ. ΡΗΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΛΕΟΝ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟΘΕΤΗ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ Ν. 3500/2006 λογίζεται ως ενδοοικογενειακή βία κατά ανηλίκου η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον έτερο γονέα και την οικογένεια του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς. Ευθέως λοιπόν ποινικοποιείται η μεθόδευση χειραγώγησης του τέκνου και διεμβόληση της σχέσης του με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και ο επηρεασμός αυτού, θεωρούμενης ευθέως πλέον, και εκ του Νόμου, ως μορφή ψυχικής κακοποίησης.
Χρειάζεται όμως περαιτέρω να τροποποιηθεί και το άρθρο 6 του Ν. 3500/2006 με την προσθήκη της λέξεως ψυχολογική σε συνέχεια της σωματικής βλάβης και συνεπώς ο τίτλος του πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής:
Άρθρο 6
Ενδοοικογενειακή σωματική και ψυχολογική βλάβη.
Περαιτέρω στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου θα πρέπει να συμπληρωθεί και η περίπτωση ψυχολογικής βλάβης του ανήλικου ήτοι η τελική διαμόρφωση του άρθρου διαμορφώνεται ως εξής :
1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α΄ της παρ. 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β΄ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον ενός έτους. Το μέλος της οικογένειας που προκαλεί διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτόν, συνιστά κατά το άρθρο 4 του παρόντος νομοθετήματος ψυχολογική βλάβη και τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών.
Εφόσον σε βάρος του φερόμενου δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση ο εισαγγελέας πριν από κάθε άλλη ενέργεια υποχρεούται να διατάξει την διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης τόσο στο φερόμενο θύμα αλλά και στον θύτη προκειμένου να ερευνηθεί η βασιμότητα της καταγγελίας.
Πέραν των ως άνω παρατηρήσεων και προτάσεων της εταιρεία μας, άξια συνοπτικής μνείας είναι και τα κάτωθι:
Στο άρθρο 23 του Ν. 3500/2006 όπως προτείνεται να τροποποιηθεί, καθιερώνεται το «ακαταδίωκτο» των επαγγελματιών και συγκεκριμένα :
1. Παιδαγωγός, εκπαιδευτικός, μέλος του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού ή του ειδικού βοηθητικού προσωπικού της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κοινωνικός λειτουργός, επιμελητής προπονητής ή γιατρός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε ανήλικο, ο οποίος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του πληροφορείται ή διαπιστώνει με οποιονδήποτε τρόπο ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του ανήλικου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, υποχρεούται να αναφέρει αμελλητί στις αρμόδιες κατά το νόμο αρχές. Την ίδια υποχρέωση έχει ιατρός που με βάση σοβαρά αντικειμενικά ευρήματα της ιατρικής εξέτασης διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος ανηλίκου έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας.
2. Τα πρόσωπα της παρ. 1, που προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας δεν εγκαλούνται, δεν ενάγονται, δεν διώκονται πειθαρχικά, δεν απολύονται, ούτε υφίστανται άλλου είδους κυρώσεις ή δυσμενή μεταχείριση, για το περιστατικό που ανέφεραν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, παρά μόνο εάν προέβησαν εν γνώσει τους σε αναληθή αναφορά.
Η εν λόγω διάταξη όμως καθίσταται ιδιαίτερα προβληματική διότι:
Α) Εφόσον εξ αρχής τα ως άνω άτομα θεμελιώνουν υπέρ τους το ακαταδίωκτο, πως τυχόν θα διαπιστωθεί εάν προέβησαν εν γνώση τους, σε αναληθή αναφορά;
Β) Από την εν λόγω διάταξη φαίνεται ρητά να εξαιρούνται οι ψυχολόγοι και ειδικοί ψυχικής υγείας όχι όμως και οι ψυχίατροι. Συνεπώς θα πρέπει καταρχήν να αποσαφηνιστεί κατά πόσον στην έννοια των ιατρών που φαίνεται να θεμελιώνουν καταρχήν το ακαταδίωκτο, συμπεριλαμβάνονται ερμηνευτικά και οι ψυχίατροι, δεδομένου ότι και αυτοί είναι ιατροί.
Σε κάθε περίπτωση κρίνεται επιβεβλημένο να διατυπωθεί ρητά πως οι γνωματεύσεις ειδικών ψυχικής υγείας συμπεριλαμβανομένων και των ψυχιάτρων και στις οποίες αποκαλύπτεται φερόμενη τέλεση πράξεως ενδοοικογενειακής βίας στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους, θεμελιώνουν επίσης το ακαταδίωκτο, μόνον εφόσον έχουν επιληφθεί, κατόπιν εντολής δικαστικής αρχής.
Περαιτέρω:
Το άρθρο 26 του Κεφαλαίου Β’ του υπό διαβούλευση σχεδίου Νόμου που τροποποιεί το άρθρο 169Α του Π.Κ. προβλέπει στην παράγραφο 3 αυτού ότι « Όποιος εν γνώση ματαιώνει την εκτέλεση της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας που επιβλήθηκε σε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του.
Η εν λόγω διάταξη κρίνεται ιδιαιτέρως άστοχη δεδομένου ότι επιτρέπει την εκ πλαγίου παραβίαση μιας δικαστικής απόφασης από τρίτο, υπέρ του οικείου του, και ως τέτοια πρέπει απνευστί να καταργηθεί.
Περαιτέρω:
Το άρθρο 43 του Κεφαλαίου Β’ του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου επαναφέρει την αυτεπάγγελτη δίωξη στο αδίκημα του άρθρου 358 ΠΚ ήτοι της μη καταβολής διατροφής και γνώμη της εταιρείας μας είναι ότι το εν λόγω αδίκημα ορθώς θα πρέπει να παραμείνει στο χωρίο των κατ’ έγκληση διωκόμενων αδικημάτων (ως ισχύει σήμερα)
Περαιτέρω:
Το άρθρο 44 του Κεφαλαίου Β’ του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου τροποποιεί το άρθρο 363 του Π.Κ. και προβλέπει ότι στην έννοια του τρίτου δεν περιλαμβάνονται δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την ενάσκηση καθήκοντος στο πλαίσιο πολιτικής, ποινική ή διοικητικής δίκης, χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη.
Η εταιρεία μας θεωρεί πως τυγχάνει εσφαλμένη η εν λόγω τροποποίηση και ζητά την κατάργηση της. Θεωρούμε πως η αναλήθεια που διαδίδεται ενώπιον τρίτων (όποιος και αν είναι ο τρίτος) εν γνώση της αναληθείας αυτής, έχει αυτοτελή απαξία και συνεπώς δεν έχει σημασία ενώπιον ποιου διαδίδεται. Εξάλλου όπως εύστοχα παρατηρεί και η υπ’ αριθ 3/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Α.Π.
“Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου «τρίτος», αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού.”
Περαιτέρω:
Τέλος, αναφορικά με τις τροποποιήσεις του κεφαλαίου B’ που αφορούν την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα καθώς και του κώδικα Ποινικής Δικονομίας τοποθετούμε και τους κάτωθι προβληματισμούς:
Κατά το κεφάλαιο Α’ του Νομοσχεδίου αντικείμενο του είναι (μεταξύ άλλων) :
α) η τροποποίηση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκειμένου η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην ουσιαστικότερη, αποτελεσματικότερη, και αμεσότερη διεξαγωγή της ποινικής δίκης, στην ενίσχυση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής μέσω των αρχών της γενικής και ειδικής πρόληψης και στην οικονομία της ποινικής διαδικασίας.
Ενδεικτικά, … τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, προκειμένου οι ποινές και επί πλημμελημάτων να εκτίονται μέσω των εναλλακτικών τρόπων έκτισης της κοινωφελούς εργασίας και της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, αλλά και με πραγματική έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα, όταν το δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο.
Η εταιρεία μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η αυστηριοποίηση των ποινών αλλά και των προϋποθέσεων της αναστολής οφείλει να λάβει υπόψιν και τον χείμαρρο ψευδών καταγγελιών, ιδίως ενδοοικογενειακής βίας, που αποτελεί κοινή γνώση ότι αρκετές φορές αβασάνιστα και ιδιοτελώς κατατίθενται. Αποτελεί επίσης κοινή γνώση, ότι πίσω από τις καταγγελίες κακοποιημένων γυναικών που τυγχάνουν αληθείς, και οπωσδήποτε χρήζουν της άμεσης προστασίας του κράτους, υποκρύπτονται και υπερπολλαπλάσιες ψευδείς καταγγελίες που ιδιοτελώς και στοχευμένα κατατίθενται προς αποκλειστική δικαστική χρήση και με στόχευση την απόπειρα δολοφονίας της προσωπικότητας του καταγγελλόμενου και επηρεασμού του κρίνοντος Δικαστού.
β) η αναδιαμόρφωση των διατάξεων του ν. 3500/2006 (A’ 232), προκειμένου: βα) οι διατάξεις να είναι προσαρμοσμένες στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες και στη δικαιοπολιτική ανάγκη τόσο της προστασίας του θεσμού της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων, κυρίως των γυναικών, που πλήττονται με αυξανόμενη ένταση από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας,
Η εταιρεία μας θεωρεί ότι είναι εντελώς εσφαλμένη η ταύτιση της ενδοοικογενειακής βίας με την βία κατά των γυναικών ιδίως υπό το φως των τελευταίων στατιστικών από “Το Χαμόγελο του Παιδιού” όπου παρά χρήμα αποδεικνύεται ότι φερόμενοι δράστες ενδοοικογενειακής βίας κατά ανηλίκου είναι περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες.
Συνεπώς κάθε αναφορά επί του Νομοσχεδίου που ταυτίζει την έννοια της ενδοοικογενειακής βίας με την βία κατά των γυναικών θα πρέπει να απαληφθεί.
ββ) να ενισχυθεί η ψυχολογική και οικονομική στήριξη, καθώς και η κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων με διεύρυνση των αρμόδιων φορέων,
Η εταιρεία μας εισηγείται ότι η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αφορά οποιοδήποτε θύμα άντρα ή γυναίκα ή παιδί και οι εκάστοτε δομές θα πρέπει να μετονομαστούν σε δομές υποδοχής κάθε κακοποιημένου ατόμου ανεξαρτήτου φύλου, φυλής και ανεξαρτήτου θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.τ.λ.
Η παρούσα αντανακλά τις βασικές θέσεις και παρατηρήσεις της μη κερδοσκοπικής εταιρείας “ΕΝΕΡΓΟΙ ΜΠΑΜΠΑΔΕΣ” επί του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου και οπωσδήποτε υπόκειται σε μελλοντικές τροποποιήσεις και προσθήκες.
Για την Α.Μ.Κ.Ε. “Ενεργοί Μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού”